- λάζα
- ηείδος μαχαιριού, σουγιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λάζος (ὁ), με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λαζάρεβιτς, Λάζα — (Laza Lazarevic, Σάμπατς 1851 – Βελιγράδι 1890). Σέρβος διηγηματογράφος. Ξεκίνησε να σπουδάζει ιατρική στο Βερολίνο με κρατική υποτροφία και, όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, επέστρεψε στη Σερβία, όπου διορίστηκε διευθυντής του νοσοκομείου του… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek